πεντάδες

πεντάδες
πεντάς
group of five
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεμπάζω — Α 1. μετρώ στα πέντε δάχτυλα, δηλ. αριθμώ κατά πεντάδες 2. μετρώ, υπολογίζω 3. μτφ. αναλογίζομαι, εξετάζω 4. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) οι πεμπαζόμενοι (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ …   Dictionary of Greek

  • στιχομετρία — η, ΝΑ 1. η αρίθμηση τών στίχων ενός κειμένου, ιδίως κατά πεντάδες και η σημείωση τών αριθμών στο περιθώριο 2. εκκλ. πινάκιο στο οποίο είναι εκτεθειμένο το μέτρο τών στίχων όλων τών βιβλίων τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης 3. φρ. α) «ολική… …   Dictionary of Greek

  • σύμπεντε — Α (αριθμτ. επίθ.) ανά πέντε, κατά πεντάδες («σύμπεντε καὶ σύνεξ τριηραρχοῡντες ἀνήλισκον τὴν πόλιν», Υπερείδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πέντε] …   Dictionary of Greek

  • στιχομετρία — η αρίθμηση στίχων κατά πεντάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”